- συγγενετικός
- -ή, -ό, Νφρ. α) «συγγενετική σχέση»(πετρογρ.) σχέση μεταξύ εκρηξιγενών πετρωμάτων τα οποία θεωρείται ότι προέρχονται από ένα κοινό μητρικό μάγμαβ) «συγγενετικά πετρώματα»γεωλ. πετρώματα μεταξύ τών οποίων υπάρχει συγγενετική σχέση, αλλ. ακολουθίες ή ομάδες.
Dictionary of Greek. 2013.